- παπλωματάς
- οπληθ. -άδες, θηλ. παπλωματού -ούς, ο τεχνίτης, ο κατασκευαστής παπλωμάτων ή ο καταστηματάρχης, ιδιοκτήτης του παπλωματάδικου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπλωματάς — ο, θηλ. παπλωματού [πάπλωμα] αυτός που κατασκευάζει ή πωλεί παπλώματα … Dictionary of Greek
Логофет, Ликург — Ликург Логофет художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч … Википедия
εφαπλωματοποιός — ο ο κατασκευαστής παπλωμάτων, κν. παπλωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφάπλωμα + ποιός (< ποιώ), πρβλ. υποδηματο ποιός, φθορο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παπλωματάδικο — το το κατάστημα όπου πωλούνται ή κατασκευάζονται παπλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπλωματάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] … Dictionary of Greek
Αγουράς, Γεώργιος — (19ος αι.).Πατριώτης από την Τραπεζούντα, έμπορος και βιοτέχνης (παπλωματάς) στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις άρχισε η Επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για την πατριωτική του δραστηριότητα και τον κρέμασαν, αφού τον βασάνισαν και τον διαπόμπευσαν … Dictionary of Greek